κουβερτούρι

κουβερτούρι
κουβερτούρι και κορβερτήρι και κουβερτάριν, τὸ (Μ)
κλινοσκέπασμα, κουβέρτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλ. γαλλ. coverture. Ο τ. κορβερτήρι προήλθε με προληπτική αφομοίωση τού -ρ-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”